Θυμάμαι τότε που τα καλοκαίρια δεν μαζευόμασταν στα σπίτια αν δεν άναβαν όλα τα φώτα στη γειτονιά, που χωρίς υλικά αντικείμενα, γινόμασταν όλοι μια παρέα και εφευρίσκαμε το δικό μας παιχνίδι , με τους κανόνες και τον νικητή.
Οι πυλωτές, οι τοίχοι, και τα πεζοδρόμια ήταν ελεύθερα δικά μας και τα εκμεταλλευόμασταν όπως εμείς θέλαμε.
Φωνάζαμε δυνατά, ουρλιάζαμε σαν τα χαζά και μαλώναμε πάντα στο τέλος.
Υπήρχαν οι καβγάδες, οι θυμοί ,και τα κλάματα, όμως ήταν μέσα στο παιχνίδι μας.
Την επόμενη μέρα , όλα είχαν ξεχαστεί και συνεχίζαμε να ήμασταν φίλοι ,
Δεν ζηλεύαμε κανέναν, γιατί όλοι ήμασταν ίδιοι.
Η μοναδική διάφορα στο ντύσιμο ήταν το χρώμα στο μπλουζάκι και το δέσιμο στα κορδόνια των παπουτσιών.
Όταν τύχαινε κάποια μέρα ένας φίλος να μην εμφανιστεί στο γνωστό σημείο συνάντησης,...